αποτελεσματικός -ή -ό Adj.  [apotelesmatikos -i -o, apotelesmatikos -h -o]

  Adj.
(157)
  Adj.
(99)
  Adj.
(96)
  Adj.
(19)

GriechischDeutsch
κατά τη μεταφορά, εφαρμόζεται αποτελεσματικός φυσικός διαχωρισμός των βιολογικών ζωοτροφών, των ζωοτροφών σε μετατροπή και των μη βιολογικών ζωοτροφών·Ökologisch/biologisch erzeugte Futtermittel, Umstellungsfuttermittel und Futtermittel werden bei der Beförderung physisch wirksam voneinander getrennt;

Übersetzung bestätigt

Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να παρέχονται ικανοποιητικές εγγυήσεις και να ασκείται αποτελεσματικός έλεγχος όσον αφορά την έκδοση των εν λόγω εγγράφων.In diesen Fällen müssen entsprechende Garantien gegeben sein und die Ausstellung der genannten Dokumente wirksam überwacht werden.

Übersetzung bestätigt

Με τις ΚΤΠ στα ενσωματωμένα συστήματα υπολογιστών αναμένεται επίσης ότι θα επιτευχθεί αποτελεσματικός συντονισμός και συνέργεια πόρων και χρηματοδότησης από το πρόγραμμα-πλαίσιο, τον κλάδο, τα εθνικά και διακυβερνητικά προγράμματα Ε & Α (EUREKA), ώστε να ενισχυθεί η μελλοντική οικονομική μεγέθυνση, ανταγωνιστικότητα και αειφόρος ανάπτυξη της Ευρώπης.Die Technologieinitiative für eingebettete IKT-Systeme sollte auch den Einsatz von Ressourcen und Finanzmitteln aus dem Rahmenprogramm, der Industrie, nationalen FuE-Programmen sowie zwischenstaatlichen FuE-Initiativen (Eureka) wirksam koordinieren und Synergien bewirken und auf diese Weise künftig zur Stärkung von Wachstum, Wettbewerbsfähigkeit und nachhaltiger Entwicklung in Europa beitragen.

Übersetzung bestätigt

Με τις ΚΤΠ για τη νανοηλεκτρονική αναμένεται επίσης ότι θα επιτευχθεί αποτελεσματικός συντονισμός και συνέργεια πόρων και χρηματοδότησης από το πρόγραμμα-πλαίσιο, τον κλάδο, εθνικά προγράμματα Ε & Α και διακυβερνητικά προγράμματα Ε & Α, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της μελλοντικής οικονομικής μεγέθυνσης, ανταγωνιστικότητας και αειφόρου ανάπτυξης της Ευρώπης.Die gemeinsame Technologieinitiative für Nanoelektronik sollte auch den Einsatz von Ressourcen und Finanzmitteln aus dem Rahmenprogramm, der Industrie, nationalen FuE-Programmen sowie zwischenstaatlichen FuE-Initiativen wirksam koordinieren und Synergien bewirken und auf diese Weise künftig zur Stärkung von Wachstum, Wettbewerbsfähigkeit und nachhaltiger Entwicklung in Europa beitragen.

Übersetzung bestätigt

Συνεπώς, ο ανταγωνισμός στην αγορά ήταν αποτελεσματικός και έντονος.Der Wettbewerb am Markt war also wirksam und hart.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • αποτελεσματικός (maskulin)
  • αποτελεσματική (feminin)
  • αποτελεσματικό (neutrum)


Griechische Definition zu αποτελεσματικός -ή -ό

αποτελεσματικός -ή -ό [apotelezmatikós] : 1α.που φέρνει το αποτέλεσμα που επιδιώκεται. ANT αναποτελεσματικός: Οι ενέργειές μας / οι προσπάθειές μας ήταν αρκετά αποτελεσματικές. Tα μέτρα της αστυνομίας πρέπει να γίνουν πιο αυστηρά, για να είναι αποτελεσματικά. Παρασκευάστηκαν νέα, πιο αποτελεσματικά φάρμακα. β. για κπ. που ενεργεί με αποτελεσματικό τρόπο, δραστήρια και συντονισμένα: Είναι πολύ αποτελεσματικός -ή -ό. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback